- ενάργεια
- η1. ευκρίνεια, σαφήνεια.2. καθαρότητα ύφους, ζωηρότητα περιγραφής, δύναμη λόγου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐναργείᾳ — ἐναργείᾱͅ , ἐνάργεια clearness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ενάργεια — (enargeia) (греч.) непо средств. очевидность. По Эпикуру, свойство чувств. восприятия; критерий истины. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г.… … Философская энциклопедия
ἐνάργεια — clearness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενάργεια — η (AM ἐνάργεια) η αισθητοποίηση σκέψεων, εντυπώσεων, ιδεών κ.λπ. με ζωηρό ύφος, ζωηρή περιγραφή, διαύγεια, σαφήνεια εκφράσεως αρχ. 1. καθαρότητα, σαφήνεια, ευκρίνεια 2. εναργής θέα, καθαρότητα παραστάσεως 3. οφθαλμοφάνεια, η ιδιότητα τού… … Dictionary of Greek
ἐναργείας — ἐναργείᾱς , ἐνάργεια clearness fem acc pl ἐναργείᾱς , ἐνάργεια clearness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργείαι — ἐναργείᾱͅ , ἐνάργεια clearness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργειῶν — ἐνάργεια clearness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργείαις — ἐνάργεια clearness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάργειαι — ἐνάργεια clearness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάργειαν — ἐνάργεια clearness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)